- μυελοβλάστη
- ηανατ. το μητρικό κύτταρο τών κοκκιοκυττάρων, δηλ. τών πολυμορφοπύρηνων λευκών αιμοσφαιρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myeloblaste (< μυελός + βλάστη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek